- ξαφνίζω
- βλ. ξαφνιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαφνίζω — και ξαφνιάζω ξάφνισα και ξάφνιασα, ξαφνίστηκα και ξαφνιάστηκα, ξαφνισμένος και ξαφνιασμένος 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, τρομάζω, σκιάζω κάποιον: Μην το ξαφνιάσεις το παιδί. 2. το μέσ., ξαφνί(ά)ζομαι εκπλήττομαι, σκιάζομαι, τρομάζω: Κάθε νύχτα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαφνιάζω — και ξαφνίζω 1. προκαλώ έκπληξη ή φόβο σε κάποιον, τρομάζω, σκιάζω 2. παθαίνω μικρό διάστρεμμα, στραμπούλισμα («με τη γυμναστική ξάφνιασα τη μέση μου») 3. μεσ. ξαφνιάζομαι και ξαφνίζομαι εκπλήσσομαι, σκιάζομαι, τρομάζω («ξαφνίζεται στον ύπνο μου» … Dictionary of Greek
εξαφνίζω — και ξαφνίζω και ξαφνιάζω [έξαφνα] αιφνιδιάζω … Dictionary of Greek
ξάφνιασμα — και ξάφνισμα, το [ξαφνιάζω / ξαφνίζω] 1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν 2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα … Dictionary of Greek
ξαφνισμός — ο [ξαφνίζω] ξάφνιασμα, έκπληξη, σκιάξιμο … Dictionary of Greek